Καλό Τριώδιο & καλό αγώνα

Να σας ευχηθούμε καλό και ευλογημένο αγώνα καθώς ξεκινάει το Τριώδιο.

Η περίοδος του Τριωδίου προετοιμάζει τον πιστό Χριστιανό για τον άξιο εορτασμό των Παθών και της Ανάστασης του Κυρίου μας με τα ανάλογα βιώματα. Με τις συχνές ακολουθίες , με τους συγκεκριμένους ψαλμούς αλλά και με την μετάνοια την προσευχή και την νηστεία.

Παράλληλα η περίοδος του Τριωδίου και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής θεωρείτε και πένθιμή περίοδος προς τιμήν των Παθών και της Σταυρικής Θυσίας του Ιησού Χριστού και για αυτό απαγορεύεται η τέλεση ολοκληρωμένης Θείας Λειτουργίας εκτός βέβαια από όλες της Κυριακές και Σάββατα λόγω του αναστάσιμου χαρακτήρα τους και εκτός μεγάλων εορτών όπως Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Τις υπόλοιπες ημέρες τελείτε η ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και του Μεγάλου Αποδείπνου, και κυρίως Τετάρτη και Παρασκευή τελούνται οι Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες.

Το Τριώδιο χωρίζεται στις πιο κάτω εβδομάδες-Κυριακές

Μεγάλη Τεσσαρακοστή(Α’,Β’,Γ’,Δ’,Ε’ Κυριακή των Νηστειών)

Ακολουθεί η Κυριακή Των Βαΐων και η Μεγάλη Βδομάδα

Μακάρι να μπορέσουμε να ανέβουμε όλοι σαν κοινωνία πιο ψηλά σαν τον Ζακχαίο—με ποθώ να φύγουν τα πόδια μας από την γη—ώστε «έν καθαρά καρδία» δοξάσουμεν τον Αναστάντα έκ νεκρών.

Με εκτίμηση,

Σαράντης Πισπίλης

Marketing Manager

e-amfia.gr/com

«Στολίζουμε» το Εκκλησάκι σας

Καθημερινά γινόμαστε αποδέκτες αιτημάτων από ανθρώπους που θέλουν να κάνουν μια δωρεά για να βοηθήσουν στο στολισμό μια μικρής Εκκλησίας ή ενός μικρού παρεκκλησίου και δεν γνωρίζουν τι θα απαιτηθεί σε σχέση με τον στολισμό της Αγίας Τραπέζης, των προσκυνηταριών και ότι άλλο χρειάζεται για την απρόσκοπτη λειτουργικότητα του Ιερού Ναού ή του Παρεκκλησίου.

Συνήθως τους παραπέμπουμε για να τους καθοδηγήσει ο Πάτερ της ενορίας ή ο Επίτροπος της εκκλησίας αλλά πάντα προσπαθούμε και εμείς να εξυπηρετήσουμε.

Στα πλαίσια όλων των παραπάνω δημοσιεύουμε κάποιες από τις φωτογραφίες που αναδεικνύουν το τελικό αποτέλεσμα στολισμού ενός ταπεινού παρεκκλησίου, ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να βοηθήσουμε έτη περαιτέρω στους ευγενής Χριστιανούς που επιθυμούν να κάνουν μια δωρεά στην ενορία τους.

Υλικά Ιερατικών Αμφίων & Διακόσμηση Ι.Ν.

Όταν κατέχεις την τεχνογνωσία για να αποδώσεις με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο μια Αρχιερατική, Ιερατική, Διακονική στολή ή μιας Αγία Τράπεζα, γνωρίζεις εκ των προτέρων οτι ο κυριότερος «σύμμαχος» σου είναι τα ποιοτικά υλικά. Ιερατικό ύφασμα, κρόσσι, φούντες, γαλόνι και ότι άλλο χρειάζεται αφενός, για να ραφτούν με τον αρτιότερο τρόπο, αφετέρου για να παράσχεις στους πελάτες σου υλικά υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών.

Βασική μας φιλοσοφία είναι η προσφορά στους πελάτες μας των ίδιων ποιοτικών υλικών που χρησιμοποιούμε και εμείς στα ιερατικά μας άμφια. Έτσι διασφαλίζουμε για όλους ένα άψογο αποτέλεσμα. Σας παραθέτουμε μια πρόσφατη συνεργασία μας όπου προμηθεύσαμε τα υλικά μας προτείνοντας φυσικά και τους βέλτιστους συνδυασμούς μέσα από την εμπειρία που διαθέτουμε μετά απο χρόνια παρουσίας στο χώρο της Ιερατικής ενδυμασίας και της «διακόσμησης των Ιερών μας Ναών. Παροτρύνουμε πάντα τους πελάτες μας να μας στέλνουν φωτογραφίες με την Διακόσμηση του Ι.Ν, είτε τα φτιάχνουμε εμείς είτε προμηθεύουμε τα υλικά. e-amfia.gr

Εφαρμογή του οδηγού μετρήσεων

Πολλοί πελάτες μας αναρωτιούνται πως μπορούν εύκολα και με ακρίβεια να πάρουν τις μετρήσεις για ένα ζωστικό ή μια ιερατική στολή και να παραγγείλουν online μέσω του e-amfia.gr.

Πολλούς μάλιστα τους αποθαρρύνει η συγκεκριμένη επιλογή και προτιμούν να μας επισκεφτούν στα καταστήματα μας στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. κάτι το οποίο με χαρά πράττουμε αλλά πλέον υπάρχει και η επιλογή που προσφέρουμε μέσω του e-shop μας e-amfia.gr/com

Οι επιλογές που υπάρχουν σε κάθε περίπτωση είναι οι εξής:

  1. Εφόσον γνωρίζετε το Νούμερο σας μπορείτε να γράφετε στις παρατηρήσεις της παραγγελίας σας το Νούμερο σας και να μας δίνετε μόνο τα ύψη εμπρός και πίσω.
  2. Να μας γράψετε στις παρατηρήσεις «Παρακαλούμε προχωρήστε με τίς μετρήσεις που έχετε από προηγούμενή παραγγελία«
  3. Να συμβουλευτείτε τον οδηγό μετρήσεων μας τον οποίο μπορείτε να κατεβάσετε στον υπολογιστή σας εδώ και στην συνέχεια να κάνετε την online παραγγελία σας. Ευχαριστούμε τους πελάτες μας που είναι τόσο αναλυτικοί που μας αποστέλλουν πλέον και βίντεο για το πως εφαρμόζουν στην πράξη το προτεινόμενο Διαστασιολόγιο μας, το οποίο σας παραθέτουμε για να αντιληφθείτε το πόσο εύκολο μπορεί να είναι.

GPT 4 about e amfia com/e-amfia.gr και τεχνητή νοημοσύνη

Kαθώς η τεχνητή νοημοσύνη εισβάλει ενεργά στην καθημερινότητα μας. Εμείς επιλέγουμε να αποτυπώσουμε την θετική πλευρά της τεχνολογίας. Με αυτό τον τρόπο ενισχύουμε την άποψη ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας και η σωστή χρήση της μπορεί να αποβεί χρήσιμη για την εξέλιξη του ανθρώπου, αντίθετα η χρήση της με λάθος τρόπο μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα τον άνθρωπο.

Εμείς αφού σας ευχηθούμε Καλή Ανάσταση σας παραθέτουμε πως μας υποδέχεται η τεχνητή νοημοσύνη του Chat GPT-4

Δημιούργησε την Ιερατική σου Στολή./Create your own unic vestment.

Πως θα σας φαινόταν η ιδέα να δημιουργεί κανείς μόνος του την Ιερατική του στολή, είτε είναι ιερέας, είτε είναι ιεροράφτης, είτε δραστηριοποιείται ενεργά στο χώρο των Ιερατικών αμφίων και υφασμάτων?

Πως μπορούν να εφαρμοστούν καινοτόμες ιδέες στο συντηρητικό κλάδο των Ιερατικών ενδυμάτων με σεβασμό στους λειτουργικούς κανόνες της Ορθόδοξης εκκλησίας που αφορούν την ιερατική ενδυμασία των κληρικών μας?

Είμαστε στην ευχάριστή θέση να σας ανακοινώσουμε ανταποκρινόμενοι και στα 2 παραπάνω ερωτήματα ότι λειτουργεί πλέον σε δοκιμαστικό στάδιο το νέο εργαλείο που δημιουργήσαμε για εσάς και ονομάζεται http://www.amfiamaker.gr,

Μπορείτε να το επισκεφθείτε και να ανακαλύψετε πως μπορείτε να δημιουργείται μόνοι σας με υλικά της επιλογής σας μια Ιερατική στολή. Αναμένουμε τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας.

Στο παρακάτω βίντεο εξηγούμε αναλυτικά πως μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την συγκεκριμένη υπηρεσία σε 1η φάση δωρεάν και σε μεταγενέστερο στάδιο με μια μικρή επιβάρυνση.

Θα αναμένουμε τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας στο info@amfiamaker.gr

How would you respond if someone offered you the opportunity to create your own vestment?

How innovation and Orthodox church rules can be mixed in order to produce a high quality result in the filed of Orthodox priest vestments creation?

We are happy to announce that the new tool we have created for you is working in a trial (demo) stage and is called http://www.amfiamaker.com.

You can visit it and discover how you can create it yourself with materials of your choice a Priestly vestment.

We look forward hearing your comments and observations in info@amfiamaker.gr

In the following video we explain in detail how you can use this service in the 1st phase for free and at a later stage with a small charge.

Video Tutorials by e-amfia.com

Many of our clients has requested from us to «guide» them how to buy online a cassock/Anteri, vestment by putting with accuracy the measurements online (following our measurements guide tutorial).

We can reassure all our clients that the system we have developed provides us with the confidence that if for some reason you put a false measurement, our system will spot it and we will come back to you by asking to provide us again a measurements which seems wrong.

So we answer with confidence to all our clients who have second thoughts about providing the right measurements online. For all the above reasons we have created for you.

  1. A video tutorial how to buy on line
  2. A video tutorial with measurement guide
  3. A more specific-additional measurement guide for all priests who wish to buy online a vestment.
  4. A video tutorial with the cassock/anteri qualities we suggest.

For anything else you might need please do not hesitate to contact us in info@e-amfia.gr

Γράφουν για εμάς! «Ορθοδοξία»

Η βιοτεχνία «ΧΙΤΩΝ »και το e-shop του Χιτώνα e-amfia.gr παρουσιάζει ετοιμοπαράδοτα ιερατικά άμφια ελληνικής ραφής σε πολλή μεγάλη ποικιλία υφασμάτων και μεγεθών. Για όλες τις βαθμίδες της ιεροσύνης και Ζωστικά. Η επιλογή είναι αποκλειστικά δική σας! Ευχαριστούμε την «Ορθοδοξία» που μας ενέταξε στον οδηγό εκκλησιαστικής τέχνης ως κορυφαίο προορισμό επιλογής των Ιερατικών αμφίων.

Επισκεφθείτε μας στο www. e-amfia.gr

Θαύματα Αγίου Δημητρίου. Το μύ­ρο του Α­γί­ου

Κά­ποι­ος α­σκη­τής που κα­τοι­κού­σε στο ο­ρος Χο­λο­μων­τα, ο­ταν ά­κου­σε πως ο Α­γιος α­να­βλύ­ζει μύ­ρο ά­φθο­νο α­πό τον τά­φο, δεν το πί­στευ­ε και συλλογιζόταν, πως στο μέ­ρος ε­κεί­νο υ­πάρ­χουν και άλ­λοι Α­γιοι οι ό­ποι­οι υ­πέ­μει­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρα μαρ­τύ­ρια για το ό­νο­μα του Χρι­στού, ό­μως δεν ά­νέ­βλυ­σαν μύ­ρο, και αυ­τός για ποι­ο μαρ­τύ­ριο δο­ξά­σθη­κε τό­σο α­πό τον Θε­ό; Ο Θε­ός ό­μως, θέ­λη­σε να τον βε­βαι­ώ­σει, ο­τι η μυ­ρο­βλυ­σί­α εί­ναι α­λή­θεια.

Μια νύ­χτα, α­φου τε­λεί­ω­σε ο α­σκη­τής την α­κο­λου­θί­α του, έ­πε­σε να κοι­μη­θεί και εί­δε ό­τι βρέ­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, και ε­κεί μπρο­στά του βλέ­πει τον άν­θρω­πο ο ό­ποι­ος κρα­τού­σε τα κλει­διά του τά­φου του Α­γί­ου, προς τον ό­ποι­ο ει­πε: Α­νοι­ξε μου να προ­σκυ­νή­σω. Του ά­νοι­ξε και μπή­κε μέ­σα στο κου­βού­κλιο να προ­σκυ­νή­σει, ο­πό­τε εί­δε ό­τι ό­λος ο τά­φος ή­ταν βρεγ­μέ­νος α­πό μύ­ρο και εύ­ω­δί­α­ζε και εί­πε προς τον φύ­λα­κα του τά­φου:— Σε πα­ρα­κα­λώ, έ­λα να σκά­ψου­με έ­δω να δού­με ά­πό που έρ­χε­ται το μύ­ρο. Του φά­νη­κε ό­τι έ­φε­ραν τα ερ­γα­λεί­α και άρ­χι­σαν να σκά­βουν και βρή­καν έ­να με­γά­λο μάρ­μα­ρο, το ό­ποι­ο σή­κω­σαν με πο­λύ κό­πο και α­μέ­σως φά­νη­κε το σώ­μα του Α­γί­ου φω­τει­νό, α­πό το ό­ποι­ο α­νέ­βλυ­ζε μύ­ρο ά­φθο­νο που χυ­νό­ταν α­πό τις τρύ­πες, τις ό­ποι­ες ά­νοι­ξαν στο σώ­μα του Μάρ­τυ­ρος οι λόγ­χες των δη­μί­ων. Ο α­σκη­τής α­πό τον τρό­μο του, φο­βού­με­νος να μη πνι­γεί, φώ­να­ξε δυ­να­τά:— Α­γι­ε Δη­μή­τρι­ε, βο­ή­θα με. Με­τά τη φω­νή αυ­τή συ­νήλ­θε και εί­δε, ό­τι ή­ταν βρεγ­μέ­νος α­πό μύ­ρο και αυ­τός και τα εν­δύ­μα­τα του. Α­μέ­σως ο α­σκη­τής ήλ­θε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, κη­ρύτ­τοντας το θαύ­μα του Α­γί­ου και δό­ξα­σε τον Θε­ό. Έμεινε στο Να­ό αρ­κε­τές ή­με­ρες και κα­τό­πιν ε­πέ­στρε­ψε στο α­σκη­τή­ριό του, λέ­γον­τας: Μέ­γας, α­λη­θώς, εί­ναι ο Α­γιος Δη­μή­τριος.

Η λέ­πρα του Μα­ρια­νού

Στην Αυ­λώ­να ή­ταν κά­ποι­ος άρ­χον­τας, ο Μα­ρια­νός. Αυ­τός λοι­πόν αρ­ρώ­στη­σε βα­ριά, ώ­στε κιν­δύ­νευ­ε α­πό ώ­ρα σε ώ­ρα να πε­θά­νει. Πολ­λοί για­τροί τον επισκέ­φθη­καν, αλ­λά κα­νείς δεν μπό­ρε­σε να τον θε­ρα­πεύ­σει· έ­πα­σχε α­πό λέ­πρα και α­νέ­δι­δε δυ­σω­δί­α. Κά­ποι­α νύ­χτα του φα­νε­ρώ­θη­κε ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του εί­πε: Άν­θρω­πε, για­τί βα­σα­νί­ζε­σαι έ­τσι και ξο­δεύ­εις χρή­μα­τα μά­ται­α; Έ­σύ αλ­λι­ώς δεν μπο­ρείς να θε­ρα­πευ­θείς, μό­νον έ­λα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και πέ­σε μπρο­στά στον τά­φο μου με πί­στη και τό­τε θα δεις την δύ­να­μη του Θε­ου. Πή­γε λοι­πόν ο άρ­χον­τας Μα­ρια­νός στον τά­φο του Α­γί­ου και την νύ­κτα βλέ­πει πά­λι τον Ά­γιο και του φά­νη­κε σαν να πή­ρε λά­δι ά­πό την καν­δή­λα του και τον έ­χρι­σε, κι α­μέ­σως με το χρί­σμα ε­κεί­νο θε­ρα­πεύ­θη­κε

Η θε­ρα­πεί­α του Λε­ον­τί­ου

Με­τά το θά­να­το του βα­σι­λέ­ως Μα­ξι­μια­νού α­νήλ­θε στο θρό­νο ο Μέ­γας Κων­σταν­τί­νος. Ο Κων­σταν­τί­νος δι­ό­ρι­σε κά­ποι­ο στρα­τη­γό στη Με­γά­λη Βλα­χί­α, που ο­νο­μα­ζό­ταν Λε­όν­τιος. Αυ­τός αρ­ρώ­στη­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τό­σο βα­ριά, ώ­στε προ­τι­μού­σε να πε­θά­νει πα­ρά να ζει. Κα­νέ­νας ια­τρός δεν μπο­ρού­σε να τον θε­ρα­πεύ­σει. Ο­ταν έ­μα­θε ό­μως, ό­τι ο τό­πος στον ό­ποι­ο βρι­σκό­ταν το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου κά­νει θαύ­μα­τα, πη­γε βα­στα­ζό­με­νος στον τά­φο του Α­γί­ου, κι α­μέ­σως, γι­α­τρεύ­θη­κε. Με­τά από αυ­τό ξό­δε­ψε αρ­κε­τά χρή­μα­τα και έ­κτι­σε Να­ό στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, του Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου. Στη συ­νέ­χεια, ό­ταν πή­γε στην Με­γά­λη Βλα­χί­α, θέ­λη­σε να λά­βει μέ­ρος ά­πό το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου και να κτί­σει και ε­κει Να­ό. Ο Α­γιος Δη­μή­τριος πα­ρου­σι­ά­στη­κε στον ύ­πνο του και του εί­πε: Να μη με δι­α­χω­ρί­σεις αλ­λά να με α­φή­σεις α­κέ­ραι­ο στην πα­τρί­δα μου. Τό­τε δεν τόλ­μη­σε να πει­ρά­ξει το λεί­ψα­νο και πή­ρε μό­νο χώ­μα ά­πό τον τά­φο. Βρή­κε ε­πί­σης το μαν­τή­λι και το δα­χτυ­λί­δι του Α­γί­ου τα ό­ποι­α πή­ρε και έ­θε­σε σ έ­να κι­βώ­τιο. Ο­ταν έ­φθα­σε στον Δού­να­βη, τον βρή­κε πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο και δεν μπο­ρού­σε να πε­ρά­σει, ο­πό­τε α­να­ρω­τι­ό­ταν τι να πρά­ξει. Τη νύ­χτα λοι­πόν πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ο Α­γιος και του ει­πε: Μη λυ­πά­σαι, Λε­όν­τι­ε, αύ­ριο να πά­ρεις το κου­τί το ό­ποι­ο πε­ρι­έ­χει το δα­κτυ­λί­δι και το μαν­δή­λι μου, να το κρα­τάς στα χέ­ρια σου και να πε­ρά­σεις τον πο­τα­μό ά­φο­βα. Το ί­διο να κά­νουν και οι άλ­λοι, τους ο­ποί­ους έ­χεις μα­ζί σου και θα έλ­θε­τε με τη βο­ή­θεια του Θε­ού α­βλα­βείς. Το πρω­ί έ­κα­νε ό­τι πρό­στα­ξε ο Α­γιος και, ά­φου πή­γε στην ε­παρ­χί­α του, έ­κτι­σε ε­κει και άλ­λο Να­ό στο ό­νο­μα του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου.

Τα λεί­ψα­να του Α­γί­ου και ο Ι­ου­στι­νια­νός

Ο μέ­γας βα­σι­λιάς Ι­ου­στι­νια­νός εί­χε α­νε­γεί­ρει τον Να­ό της Α­γί­ας Σο­φί­ας στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, και ή­θε­λε να έ­χει το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου μα­ζί με τα άλ­λα που υ­πήρ­χαν ε­κει. Ε­στει­λε αν­θρώ­πους εμ­πι­στο­σύ­νης του στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να σκά­ψουν τον τά­φο, μέ­χρι να βρουν το σώ­μα του Α­γί­ου, να κό­ψουν έ­να μέ­ρος και να το φέ­ρουν στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ε­φθα­σαν οι βα­σι­λι­κοί άν­θρω­ποι με δώ­ρα του βα­σι­λιά προς τον Α­γιο α­πο­φα­σι­σμέ­νοι για την πα­ρα­λα­βή του Α­γί­ου λει­ψά­νου.Οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς α­πάν­τη­σαν:— Έ­μεις δεν τολ­μου­με να κά­νου­με κά­τι τέ­τοι­ο. Λλλα, αν τολ­μά­τε ε­σείς, έ­δώ εί­ναι ο τά­φος. Αρ­χι­σαν να σκά­βουν τον τά­φο, ό­ταν δε έ­φθα­σαν κον­τά στη λάρ­να­κα, α­μέ­σως, ω του θαύ­μα­τος!, φω­τιά με­γά­λη ε­ξήλ­θε α­πό ε­κεί και κιν­δύ­νευ­σαν να κα­ούν και α­κού­σθη­κε φω­νή που έ­λε­γε:— Πε­ρισ­σό­τε­ρο μη σκά­ψε­τε. Μό­λις εί­δαν το θαυ­μα οι βα­σι­λι­κοί άν­θρω­ποι, έ­πε­σαν με τα πρό­σω­πα κα­τά γης και πα­ρα­κα­λου­σαν τον Α­γιο να μην κα­ουν. Υ­στε­ρα ά­πό αρ­κε­τή ώ­ρα ση­κώ­θη­καν και ά­φου πή­ραν μό­νο χώ­μα ά­πό τον τά­φο του Α­γί­ου, το έ­φε­ραν στο βα­σι­λιά και δι­η­γή­θη­καν το πα­ρά­δο­ξο θαυ­μα.

Η πεί­να της πό­λης και ο πλοί­αρ­χος

Ο­λα τα μέ­ρη μα­στί­ζον­ταν α­πό την πεί­να, ι­δί­ως δε η Θεσ­σα­λο­νί­κη κιν­δύ­νευ­ε να α­φα­νι­σθεί. Ο Μέ­γας Δη­μή­τριος δεν ά­φη­σε την πό­λη να α­φα­νι­σθεί. Κά­ποι­ος πλοί­αρ­χος, ο ό­ποι­ος εμ­πο­ρευ­ό­ταν σι­τά­ρι, φόρ­τω­σε ε­κεί­νο τον και­ρό το πλοί­ο του για να το με­τα­φέ­ρει στην Ευ­ρώ­πη. Τη νύ­κτα λοι­πόν φά­νη­κε ο Α­γιος Δη­μή­τριος στον ύ­πνο του και του εί­πε:— Το σι­τά­ρι αυ­τό που υ­πο­λο­γί­ζεις να το πας; Ο πλοί­αρ­χος ά­πε­κρί­θη:— Στην Ευ­ρώ­πη σκο­πεύ­ω να το πά­ω, αν το θέ­λει ο Θε­ός. Ο Α­γιος του εί­πε:— Α­κου­σε με, να το φέ­ρεις στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και να το που­λή­σεις ο­πως θέ­λεις, δι­ό­τι υ­πάρ­χει πολ­λή πεί­να και α­κρί­βεια. Και πά­ρε α­μέ­σως τρί­α φλου­ριά και φέ­ρε το φορ­τί­ο ε­κεί για να λά­βεις το υ­πό­λοι­πο της α­ξί­ας του. Το πρω­ί ξύ­πνη­σε ο πλοί­αρ­χος και ει­δε στα χέ­ρια του τρί­α φλου­ριά. Ει­πε προς τους άλ­λους ναύ­τες: Α­πό­ψε εί­δα στον ύ­πνο μου έ­ναν νέ­ο στρα­τι­ώ­τη, ο ό­ποι­ος εί­πε να πά­με το σι­τά­ρι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Και να! Μου έ­δω­σε και τρί­α φλου­ριά σαν εγ­γύ­η­ση. Θέ­λε­τε να το πά­με ε­κεί; Δι­ό­τι μου ει­πε πως υ­πάρ­χει με­γά­λη πεί­να στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και πως θα κερ­δί­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα απ ο,τι στην Ευ­ρώ­πη. Στην Ευ­ρώ­πη πη­γαί­νουν και άλ­λα πλο­ϊ­α, έ­νω προς τη Θεσ­σα­λο­νί­κη μό­νο έ­μεις. Οι ναύ­τες προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­καν να με­τα­φέ­ρουν το σι­τά­ρι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, αλ­λά ο δι­ά­βο­λος, θέ­λων να πα­ρεμ­πο­δί­σει την κα­λο­σύ­νη τον Α­γί­ου, ή­γει­ρε τρι­κυ­μί­α, ώ­στε το πλοί­ο κιν­δύ­νευ­σε δύ­ο φο­ρές να βυ­θι­στεί.Ο­μως ο Μέ­γας Δη­μή­τριος, ό­σες φο­ρές κα­τα­λαμ­βά­νον­ταν α­πό την τρι­κυ­μί­α, εμ­φα­νι­ζό­ταν μπρο­στά τους και τους έ­δι­νε θάρ­ρος και φαι­νό­ταν ό­φθαλ­μο­φα­νως στο πέ­λα­γος και τους έ­δεί­κνυ­ε το δρό­μο. Ε­τσι, με τη βο­ή­θεια του Θε­ου έ­φθα­σαν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Μό­λις ά­κου­σαν οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς ό­τι ήλ­θε πλοί­ο με σι­τά­ρι, δό­ξα­σαν τον Θε­ό και πή­γαν στο λι­μά­νι, ό­που που­λή­θη­κε το σι­τά­ρι, ό­πως ή­θε­λε ο Θε­ός και ο πλοί­αρ­χος. Ο­ταν ο πλοί­αρ­χος δι­η­γή­θη­κε το ό­ρα­μα, οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς γνώ­ρι­σαν πως ή­ταν ο Μέ­γας Δη­μή­τριος, που δι­α­φύ­λα­ξε την πό­λη του.

Ο τυ­φλός της Κων­σταν­τι­νού­πο­λης

Ε­νας άν­θρω­πος α­πό την Θεσ­σα­λο­νί­κη πη­γε στην Κων­στάν­τι­νού­πο­λη και έ­κει έ­πε­σε σε με­γά­λη α­σθέ­νεια, τυ­φλώ­θη­κε και περ­πα­τού­σε μέ­σα στην πό­λη σκον­τά­φτον­τας α­πό τό­πο σε τό­πο και γυ­ρεύ­ον­τας γι­α­τρεί­α. Θυ­μή­θη­κε τον με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Δη­μή­τριο, και δεν έ­παυ­ε να πα­ρα­κα­λεί τον ά­γιο νύ­κτα και ή­μέ­ρα, και έ­λε­γε: Μα­κα­ρί να ή­μουν στην πα­τρί­δα μου την Θεσ­σα­λο­νί­κη, να πα­ρα­κα­λέ­σω τον α­γιο και ή­θε­λα ί­α­τρευ­θή. Τη νυ­κτα φαί­νε­ται στον υ­πνο του ο Α­γιος και λέ­γει: Για­τί ει­σαι, άν­θρω­πε, ό­λι­γό­πι­στος, και νο­μί­ζεις, ό­τι μό­νο στην πα­τρί­δα μου φθά­νω σ’ ό­ποι­ον με ε­πι­κα­λε­σθεί; Ο­χι, αλ­λά και έ­κει και παν­τού φθά­νω κα­λού­με­νος. Σή­κω και σύ­ρε στην εκ­κλη­σί­α της Θε­ο­τό­κου στον τό­πο που ο­νο­μά­ζε­ται Οι­κο­νο­μει­ο, και έ­κει θα με βρεις, και θα σου φα­νε­ρω­θω, και α­μέ­σως θα δεις το φως. Ξύ­πνη­σε ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος, και ρω­τών­τας βρί­σκει την έκ­κλη­σία της Πα­να­γί­ας Θε­ο­τό­κου και ρω­τα που εί­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νος ο Α­γιος Δη­μή­τριος, και του λέ­νε. Έ­δω ει­ναι η α­γί­α του ει­κό­να. Πέ­φτει λοι­πόν μπρο­στά στην α­γί­α ει­κό­να ο τυ­φλός με πολ­λά δά­κρυ­α έ­βρε­χε το σώ­μα του και τη γη κι έ­λε­γε:– Δεν θα στα­μα­τή­σω, ά­γι­ε του Θε­ού, να κυ­λι­ε­μαι μπρο­στά στην α­γί­α σου ει­κό­να, έ­ως ο­του γι­α­τρεύ­σεις τα μά­τια μου, για να δω τη θεί­α σου μορ­φή και ευ­πρέ­πεια.Νύ­χτα ή­ταν και φαί­νε­ται ο μάρ­τυς στον άν­θρω­πο ε­κεί­νο τον τυ­φλό, και πιά­νει με τα δά­κτυ­λα του τα μα­τια τυ­φλού και τα α­νοί­γει ή­συ­χα. Ο Α­γιος Δη­μή­τριος λει­τούρ­γη­σε ως για­τρός και έ­σφι­ξε τα μά­τια του τυ­φλού πο­λύ δυ­να­τά και πό­νε­σαν τό­σο που ο α­σθε­νής ξύ­πνη­σε α­πο τον ύ­πνο του έν­τρο­μος. Σή­κω­σε τα μά­τια του στην εί­κό­να του α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, και εί­πε:– Σε βλέ­πω μάρ­τυ­ρα του Χρί­στου, βλέ­πω την θαυ­μα­στή και γλυ­κεια ει­κό­να σου και σε ευ­χα­ρι­στώ, με­γα­λο­μάρ­τυς Δη­μή­τρι­ε, δι­ό­τι ε­λευ­θέ­ρω­σες τα μά­τια μου α­πό τα δά­κρυ­α και τα πό­δια μου α­πό τα σκον­τά­μα­τα. Και ε­τσι γι­α­τρεύ­θη­κε α­πό τον ά­γιο ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος. Ο­ταν τον εί­δαν ό­λοι οι άλ­λοι θαύ­μα­σαν.Ο τυ­φλός της Α­δρι­α­νού­πο­ληςΕ­νας άν­θρω­πος α­πό την Ά­δρι­α­νού­πο­λη τυ­φλώ­θη­κε και έ­βα­λε στο νου του, να πά­ει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη στον να­ό του α­γί­ου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου να γι­α­τρευ­θεί. Και ε­τοι­μά­σθη­κε να κι­νή­σει, αλ­λά οι συγ­γε­νείς του τον εμ­πό­δι­ζαν λέ­γον­τάς του:– Που θέ­λεις να πας άν­θρω­πε, που δεν μπο­ρείς να περ­πα­τή­σεις τό­σο δρό­μο πε­ζός, ε­νω μά­λι­στα εί­σαι και τυ­φλός! Κά­τσε στο σπί­τι σου και πα­ρα­κά­λε­σε τον Θε­ό και τον ά­γιο και θα σε ε­λε­ή­σουν κι ε­σέ­να, δι­ό­τι η ο δρό­μος εί­ναι πο­λύς και ε­πι­κίν­δυ­νος.Ε­κεί­νος ό­μως κί­νη­σε στο δρό­μο σκον­τά­φτον­τας και χά­νον­τάς τον, και με πο­λύ κό­πο, ό­σο μπο­ρού­σε, πή­γαι­νε. Αύ­τον τον τα­λαί­πω­ρο βλέ­πον­τας ά­πό μα­κριά τους κό­πους και την προ­θυ­μί­α του ο με­γα­λο­μάρ­τυς Δη­μή­τριος έρ­χε­ται κα­βαλ­λά­ρης και συ­να­παν­τα τον τυ­φλό­νε­κεί­νον άν­θρω­πο, και του λέ­ει, σαν να μην ή­ξε­ρε:— Που πη­γαί­νεις έ­τσι μο­να­χός, άν­θρω­πε, τυ­φλός και τα­λαί­πω­ρος;Και ε­κεί­νος εί­πε:— Πη­γαί­νω στον τά­φο του α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου να α­να­βλέ­ψω Λέ­γει ο ά­γιος:Δεν μπορείς να πας δι­ο­τι ο δρό­μος ει­ναι μα­κρυ­νός και δύ­σκο­λος.Κι ε­κεί­νος εί­πε πά­λι, ο­πως εί­πε και στους συγ­γε­νείς του:— Έ­άν και δύ­ο χρό­νια παι­δευ­τω περ­πα­τών­τας, δεν θα στα­μα­τή­σω, έ­ως ο­του πά­ω ε­κεί. Λέ­ει ο ά­γιος— Ε­πει­δή έ­χεις τό­ση προ­θυ­μί­α να πας, έ­λα κα­βαλ­λί­κευ­σε έ­δω πί­σω μου πά­νω στο ά­λο­γο να σε με­τα­φέ­ρω καμ­πό­σο τό­πο να α­να­παυ­θείς. Κα­βαλ­λί­κευ­σε λοι­πόν, και τον πη­γε ε­κεί­νη την η­μέ­ρα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη μέ­σα στην έκ­κλη­σία. Ο τυ­φλός, μη γνω­ρί­ζον­τας το θαυ­μα και τον τό­πο που βρι­σκό­ταν στε­κό­ταν συλ­λο­γι­σμέ­νος. Και του φαι­νό­ταν, ό­τι τον γέ­λα­σε ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος και τον έ­φε­ρε πά­λι στο πα­ζά­ρι της Ά­δρι­α­νου­πό­λε­ως, και άρ­χι­σε να κα­τη­γο­ρεί ε­κεί­νο ό­που τον ά­νέ­βα­σε στο ά­λο­γό του λέ­γον­τας:— Τι εί­χε με έ­με­να ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος και δεν ά­φη­σε να σκον­τά­φτω στο δρό­μο μου; Με ­γέ­λα­σε. Άλ­λοί­μο­νο σε με­να τον τυ­φλό και τα­λαί­πω­ρο.Και με­ρι­κοί που τον ά­κου­αν του ει­πάν:— Ω άν­θρω­πε, ε­σύ εί­σαι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη μέ­σα στην έκ­κλη­σία του α­γί­ου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου, και φαν­τά­ζε­σαι ό­τι ει­σαι μέ­σα στο πα­ζά­ρι της Ά­δρι­α­νου­πό­λε­ως;Και ο τα­λαί­πω­ρος ο­πως ά­κου­σε αυ­τά τα λό­για, έ­ξε­πλά­γη και έ­μει­νε ά­φω­νος για πολ­λές ώ­ρες. Κα­τό­πιν τού­του φαί­νε­ται λοι­πόν ο με­γα­λο­μάρ­τυς Δη­μή­τριος, προς αυ­τόν στο όνειρό του τη νύ­χτα έ­κεί­νη, και του λέ­ει:— Ω, άν­θρω­πε, μη πιά­νεις μό­νον με τα χέ­ρια σου αυ­τη την έκ­κλη­σία μου και κα­τα­λα­βαί­νεις την εύ­πρέ­πειά της, άλ­λα δες την με τα μά­τια σου. Και ά­νοι­ξαν τα μά­τια του, και εί­δε την θέ­ση και την εύ­πρέ­πειά του να­ου, και δό­ξα­σε τον Θε­ό και τον με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Δη­μή­τριο.

Ο κα­στρο­φύ­λα­κας και η πη­γή

Προς το ά­να­το­λι­κό μέ­ρος του κά­στρου της Θεσ­σα­λο­νί­κης ή­ταν ο τό­πος πο­λύ ό­μορ­φος, και εί­χε λι­βά­δια κα­λά, και μί­α βρύ­ση νε­ρου με νε­ρό γλυ­κό και ψυ­χρό. Και ε­πει­δή ο τό­πος ε­κεί­νος ή­ταν πο­λύ χα­ρι­τω­μέ­νος, με τα κα­λά που έ­χει, πα­ρα­κι­νή­θη­κε έ­νας άρ­χον­τας Χρι­στια­νός και έ­κα­νε ε­κεί μί­α εκ­κλη­σία στο ό­νο­μα του α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Λοι­πόν, Κά­ποι­ο και­ρό ήλ­θε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη έ­νας άρ­χον­τας, α­πε­σταλ­μέ­νος α­πό τον βα­σι­λέ­α της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, για να έ­ξου­σιά­ζει το κά­στρο, ο ο­ποι­ος ή­ταν δί­και­ος, ε­λε­ή­μων και συμ­πα­θής και σω­φρο­νέ­στα­τος. Ό­μως έ­πε­σε σε α­σθέ­νεια με­γά­λη και έ­γι­νε πα­ρά­λυ­τος, τό­σο που σά­πη­σαν οι σάρ­κες του και εί­χε πό­νους με­γά­λους και κα­θε η­μέ­ρα καρ­τε­ρού­σε να πε­θά­νει. Και μί­α νύ­χτα λοι­πόν φαί­νε­ται σ’ αυ­τόν ο ά­γιος Δη­μή­τριος και του λέ­ει:Σύ­ρε στην έκ­κλη­σία μου που εί­ναι έ­ξω α­πό το κά­στρο και ο­νο­μά­ζε­ται Πη­γή, και πα­ρε νε­ρό, νί­ψε τα χε­ρια και τα πό­δια και ό­λο σου το κορ­μί, και θα γί­νεις α­μέ­σως κα­λά. Έ­γώ που σου μι­λώ εί­μαι ο Δη­μή­τριος, που φυ­λά­ω το κά­στρο αυ­τό. Ξύ­πνη­σε λοι­πόν ο πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος ε­κεί­νος άρ­χοντας, πη­ρε απ ε­κεί­νο το νε­ρό, και πλύ­θη­κε ο­λό­κλη­ρος στο ό­νο­μα του α­γί­ου, και α­μέ­σως έ­γι­νε ό­λος υ­γι­ής, και ση­κώ­θη­κε και πη­γε στο κά­στρο, κη­ρύτ­τον­τας και με­γα­λύ­νον­τας το θαύ­μα της ι­ά­σε­ως που του έ­γι­νε.

Ο πα­λιός να­ός στο α­λώ­νι

Στα μέ­ρη της Καπ­πα­δο­κί­ας σ’ έ­να χω­ριο που ο­νο­μα­ζό­ταν Δρα­κον­τί­α­να ή­ταν έ­νας γε­ωρ­γός, και κα­θά­ρι­ζε το χω­ρά­φι του να κά­μη ά­λώ­νι. Και ε­κεί βρη­κε σ’ έ­να τό­πο πέ­τρες πολ­λές, και βγά­ζον­τάς τις βρη­κε θε­μέ­λια πα­λιά και φά­νη­κε έ­νας νέ­ος ω­ραι­ό­τα­τος κα­βαλ­λά­ρης ως στρα­τι­ώ­της, και του λέ­ει:— Ω άν­θρω­πε, για­τί χα­λάς το σπί­τι μου να το κά­νεις ά­λώ­νι; Έ­γώ εί­μαι ο Δη­μή­τριος α­πό την Θεσ­σα­λο­νί­κη, που με τι­μούν έ­δω. Δι­ό­τι ε­κεί στην Καπ­πα­δο­κί­α τι­μού­σαν πο­λύ τον ά­γιο Δη­μή­τριο. Η­ταν πα­λαι­ά θε­μέ­λια ά­σβε­στω­μέ­να και κα­τά­λα­βαν πως ή­ταν κά­πο­τε ε­κεί εκ­κλη­σί­α του με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου. Και τό­τε έ­κα­ναν μί­α έκ­κλη­σία ο­μορ­φη και θαυ­μα­στή, και ι­στό­ρη­σαν σε μί­α ει­κό­να τον σταυ­ρό και τον ά­γιο, λέ­γον­τας: Επει­δή με το μαρ­τύ­ριο ο ά­γιος συ­νε­σταυ­ρώ­θη τω Χρι­στώ και γι’ αυ­το εί­ναι μα­ζί ι­στο­ρη­μέ­νος σε μί­α ει­κό­να. Και απ αυ­τό ο­νό­μα­σαν την εκ­κλη­σί­α ε­κεί­νη του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου του Σταυ­ρι­κού. Και πολ­λά θαύ­μα­τα γί­νον­ταν κα­θε μέ­ρα στην έκ­κλη­σία ε­κεί­νη α­πό τη χά­ρη του α­γί­ου.

Ο ά­γιος Δη­μή­τριος και Α­χί­λει­ος πριν την ά­λω­ση

Τον και­ρό κα­τά τον ό­ποι­ο έ­μελ­λε να κυ­ρι­ευ­θεί η Θεσ­σα­λο­νί­κη α­πό τους Ά­γα­ρη­νούς, πο­ρευ­ό­με­νοι κά­ποι­οι ευ­λα­βείς χρι­στια­νοί προς τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για την ε­ορ­τή του Α­γί­ου, έ­φθα­σαν στη βα­σι­λι­κή ο­δό, η ο­ποί­α εί­ναι στο Βαρ­δά­ρι.­ Εκεί, εί­δαν ό­φθαλ­μο­φα­νως κά­ποι­ο στρα­τι­ώ­τη, ο ο­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, και άλ­λον Αρ­χι­ε­ρέ­α, ο ό­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό το δρό­μο της Λά­ρι­σας. Ό­ταν συ­ναν­τή­θη­καν, ο στρα­τι­ώ­της ά­πε­τά­θη προς τον Αρ­χι­ε­ρέ­α και εί­πε:— Χαί­ρε, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε.Εί­πε και ο Άρ­χι­ε­ρεύς:— Χαί­ρε και συ, στρα­τι­ώ­τα του Χρι­στού Δη­μή­τρι­ε. Μό­λις ά­κου­σαν οι χρι­στια­νοί αυ­τά τα ο­νό­μα­τα, στα­μά­τη­σαν φο­βι­σμέ­νοι ε­κεί κον­τά για να δουν το τέ­λος. Λέ­γει, πά­λι ο στρα­τι­ώ­της:— Ά­πό που έρ­χε­σαι, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε, και που πη­γαί­νεις;. Τότε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Α­χίλ­λει­ος και εί­πε προς αυ­τόν:— Για τις α­μαρ­τί­ες και τις α­νο­μί­ες του κό­σμου πρό­στα­ξε ο Θε­ός να ε­ξέλ­θω ά­πό τη Λά­ρι­σα την ο­ποί­α φυ­λάτ­τω, δι­ό­τι θα πα­ρα­δο­θεί στα χέ­ρια των Α­γα­ρη­νων. Και ιδού εξ­ήλ­θα και πηγαίνω οπού με προστάξει. Και εσύ λοι­πόν ά­πό που έρ­χε­σαι; Πες μου σε πα­ρα­κα­λώ!.Τό­τε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του λέ­ει:— Και ε­γώ το ί­διο έ­πα­θα, Άρ­χι­ε­ρεύ Α­χίλ­λει­ε. Πολ­λές φο­ρές βο­ή­θη­σα τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς και τους λύ­τρω­σα ά­πό αιχ­μα­λω­σί­ες και ά­πό θα­να­τι­κό καί ά­πό α­σθέ­νεια. Πλην τώ­ρα, ά­πό τις πολ­λές τους α­μαρ­τί­ες και α­νο­μί­ες α­πο­μα­κρύν­θη­κε ο Θε­ός απ αυ­τούς και με πρό­στα­ξε να τους α­φή­σω να πα­ρα­δο­θούν στα χέ­ρια των Ά­γα­ρη­νων. Γι’ αυ­τό υ­πά­κου­σα στην προ­στα­γή Του και ε­ξήλ­θα και πη­γαί­νω ο­που με προ­στά­ζει.Αυ­τά εί­παν και οι δύ­ο έ­σκυ­ψαν τα κε­φά­λια τους κά­τω στη γη και έ­κλα­ψαν. Ε­πει­τα ά­πό πολ­λή ώ­ρα φι­λή­θη­καν και α­πο­χαι­ρε­τί­σθη­καν και α­μέ­σως έ­γι­ναν ά­φαν­τοι. Αυ­τό το θαύ­μα εί­δαν οι Χρι­στια­νοί και δεν τόλ­μη­σαν να πά­νε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, άλ­λα γύ­ρι­σαν πί­σω, δι­η­γού­με­νοι το ό­ρα­μα. Δεν πέ­ρα­σε μή­νας και η Θεσ­σα­λο­νί­κη κυ­ρι­εύ­θη­κε και λε­η­λα­τή­θη­κε ά­πό τους Τούρ­κους, ό­πως και η Λά­ρι­σα.

Οι Σα­ρα­κη­νοί στα τεί­χη

Τα θαύ­μα­τα του Α­γί­ου συ­νε­κέν­τρω­ναν πλή­θος κό­σμου κατ έ­τος ά­πό τα πε­ρί­χω­ρα και ά­πό τις άλ­λες πό­λεις και τε­λού­σαν την πα­νή­γυ­ρη του Α­γί­ου στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, κα­τά στις 26 Ό­κτω­βρίου. Οι Σα­ρα­κη­νοί ό­ταν έ­μα­θαν ό­τι οι χρι­στια­νοί πα­νη­γυ­ρί­ζουν αυ­τή την η­μέ­ρα και εί­ναι α­μέ­ρι­μνοι, σκέφθηκαν να έλθουν κρυφά το απόγευμα της έορ­της, και τη νύκτα να κυριεύσουν την πόλη. Ήλθαν λοιπόν και αγκυροβόλησαν τη νύ­κτα έ­ξω ά­πό το τεί­χος, θέ­λον­τας άλ­λους να σκο­τώ­σουν, κι άλ­λους να αιχ­μα­λω­τί­σουν. Ά­φού τε­λεί­ω­σε ο εσπερινός του Α­γί­ου Μάρ­τυ­ρος Νέ­στο­ρος και πή­γαν οι άν­θρω­ποι να η­συ­χά­σουν στις οι­κί­ες τους, πή­ρε φω­τιά το κου­βού­κλιο το ό­ποι­ο ή­ταν στον τά­φο του Α­γί­ου. Μό­λις εί­δαν οι άν­θρω­ποι ό­τι η Εκ­κλη­σί­α τους πα­ρα­δό­θη­κε στις φλό­γες, έ­τρε­ξαν να σβή­σουν τη φω­τιά, κά­ποι­οι άλ­λοι έ­παιρ­ναν ά­πό το α­σή­μι και το χρυ­σά­φι που έ­λει­ω­νε. Ο­ταν εί­δε ο φύ­λα­κας της Εκ­κλη­σί­ας, ο­τι όρ­μη­σαν οι άν­θρω­ποι να πά­ρουν το α­σή­μι, που ή­ταν στον τάφο του Α­γί­ου, χω­ρίς να γνω­ρί­ζει τί­πο­τα για τους Σα­ρα­κη­νούς, και θέ­λον­τας να τους σκορ­πί­σει α­πό την Εκ­κλη­σί­α, με νευ­ση βε­βαί­ως του Α­γί­ου, ο ό­ποι­ος τον κα­τηύ­θυ­νε ά­ο­ρά­τως, φώ­να­ξε δυ­να­τά:— Θεσ­σαλ­λο­νι­κεις, τρέξ­τε στα τεί­χη, δι­ό­τι ήλθαν ε­χθροί να σας κυ­ρι­εύ­σουν. Οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς, μό­λις ά­κου­σαν τους λό­για αυ­τά, ε­πει­δή φο­βό­ταν την αιχ­μα­λω­σί­α, έ­τρε­ξαν να δουν αν πραγ­μα­τι­κά υ­πήρ­χαν ε­χθροί, οι ό­ποι­οι μό­λις εί­χαν αρ­χί­σει να βά­ζουν σκά­λες στα τεί­χη για να ει­σέλ­θουν στο φρού­ριο. Ο­ταν εί­δαν το αιφ­νί­διο κα­κό που συ­νέ­βη σ αυ­τούς, πάν­τες έ­πι­κα­λούν­το τον Α­γιο. Ον­τως ο Α­γιος, έ­τοι­μος βο­η­θός και προ­στά­της, α­μέ­σως εμ­φα­νί­στη­κε στα τεί­χη και μό­νος του φό­νευ­σε πολ­λούς Σα­ρα­κη­νούς. Οι υ­πό­λοι­ποι ε­χθροί, ό­ταν εί­δαν το θαυ­μα, ο­πι­σθο­χώ­ρη­σαν, δι­η­γού­με­νοι την συμ­φο­ρά τους.

Η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση 26 Ο­κτω­βρί­ου 1912

Τέ­λη του μη­νός Ό­κτω­βρίου του 1912. Η νέ­α Ελ­λά­δα, με­γα­λούρ­γη­σε και ύ­ψώ­θη­κε στην παγ­κό­σμια συ­νεί­δη­ση, α­πο­πλύ­νον­τας την ήτ­τα του 1897 και ά­να­δει­χθει­σα με­γά­λη, κρα­ται­ά, θαυ­μα­τουρ­γη και ι­σχυ­ρη. Ο ή­ρω­ας Βό­τσης μα­ζί με τα γεν­ναί­α του παλ­λη­κά­ρια του υπ α­ριθ. 11 τορ­πιλ­λο­βό­λου πλοί­ου, κα­τόρ­θω­σαν να συν­τρί­ψουν την τε­λευ­ταί­α ελ­πί­δα την ο­ποί­α στή­ρι­ζαν οι Τούρ­κοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ο ευ­γε­νής και ευ­σε­βής Υ­δραί­ος, ο Νι­κό­λα­ος Βό­τσης, έ­χει α­ναρ­τή­σει την ει­κό­να της Θε­ο­μή­το­ρος, του Α­γί­ου Νι­κο­λά­ου και του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Κά­λε­σε έ­να ι­ε­ρέ­α στο Έ­λευ­θε­ρο­χώ­ρι και τέ­λε­σε μέ­σα στο πλοί­ο τον α­για­σμό. Ό­ταν τε­λεί­ω­σε η μυ­στι­κή ε­κεί­νη ι­ε­ρο­τε­λε­στί­α, ό­λοι οι ναύ­τες αι­σθά­νον­ταν στα στή­θη τους την θεία ί­σχύ. Το τορ­πιλ­λο­βό­λο δι­ηυ­θυ­νό­ταν τώ­ρα ή­ρε­μα προς τον ώ­ραι­ο κόλ­πο, και προ­στα­τευ­ό­ταν ά­πό τη θεί­α δύ­να­μη.Κι ενώ οι τουρ­κι­κοί προ­βο­λείς α­πό το α­κρω­τή­ριο Κα­ραμ­πουρ­νού της Κα­λα­μα­ριάς, φώ­τι­ζαν ό­λη τη θά­λασ­σα ά­πλε­τα και α­να­ζη­του­σαν το έλ­λη­νι­κό τορ­πιλ­λο­βό­λο, ε­κεί­νο ά­θέ­α­το μέ­σα α­πό το φως, δι­ο­λί­σθη­σε έ­ξω α­πό τον κόλ­πο.Ε­ξέ­λι­πε λοι­πόν και ο κίν­δυ­νος α­πό τη θά­λασ­σα, ο ό­ποι­ος ε­νέ­πνε­ε ζω­η­ρες α­νη­συ­χί­ες στους Ελ­λη­νες της Θεσ­σα­λο­νί­κης, που φο­βό­ταν κα­νο­νι­ο­βο­λι­σμό της πό­λε­ως τους, την στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός της ξη­ράς θα προ­έ­λαυ­νε για να κα­τα­λά­βει την πό­λη.Στον στρα­τάρ­χη του ελ­λη­νι­κού στρα­τού, Δι­ά­δο­χο Κων­σταν­τί­νο, ο Τα­ξίν πά­σας αρ­χη­γός του τούρ­κι­κου στρα­τού ε­στει­λε α­πε­σταλ­μέ­νους για να τον βο­λι­δο­σκο­πή­σουν κα­τά πό­σον ή­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νος να δε­χθει την πα­ρά­δο­ση της πό­λε­ως με τον ό­ρο ο­λοι οι Τούρ­κοι στρα­τι­ω­τες που βρί­σκον­ταν σ’ αυ­τήν να ά­φε­θουν ε­λεύ­θε­ροι. Α­κο­λού­θως υ­πο­γρά­φηκε στις 26 Ο­κτω­βρί­ου, η πα­ρά­δο­ση της πό­λε­ως η ο­ποί­α συ­νέ­βη ό­ταν πα­νη­γύ­ρι­ζε η πό­λη των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων την έ­πέ­τει­ο του πο­λι­ού­χου και προ­στά­του της πό­λε­ως των Α­γί­ου Δη­μητρί­ου του Μυ­ρο­βλύ­του.Κι ενώ οι χρι­στια­νοί κά­τοι­κοι της πό­λε­ως δι­έ­τρε­χαν με ί­α­χες τους δρό­μους πα­νη­γυ­ρί­ζον­τας με έ­ξαλ­λο έν­θου­σιασ-μο την έ­λευ­θε­ρία, οι Τούρ­κοι και οι Ε­βραί­οι κά­τοι­κοι έ­κλει­ναν τα κα­τα­στή­μα­τά τους, και χω­ρίς ελ­πί­δα και κα-τσου­φι­α­σμέ­νοι α­πε­σύ­ρον­ταν στα σπί­τια τους.Και ό­ταν οι Ελ­λη­νες α­ξι­ω­μα­τι­κοί κα­τέ­λα­βαν το δι­οι­κη­τή­ριο, και α­πό τον ύ­ψη­λό κον­τά­ρι του κα­τέ­βαι­νε η η­μι­σέ­λη­νος και υ­ψω­νό­ταν υ­πε­ρή­φα­νος η γα­λα­νό­λευ­κη ση­μαί­α του Σταύ­ρου, τό­τε ο­λό­κλη­ρη η πό­λις δο­νή­θη­κε απ ά­κρη σ’ ά­κρη.Οι ο­μο­βρον­τί­ες των Ελ­λη­νι­κών ό­πλων χαι­ρέ­τι­σαν τους πρώ­τους κυ­μα­τι­σμούς της Ελ­λη­νι­κής ση­μαί­ας, και η πνο­ή της ε­λευ­θε­ρί­ας δι­α­χυν­τό­αν στην ω­ραί­α πό­λη.Μέ­σα στην α­να­στά­τω­ση, η ο­ποί­α ε­πι­κρα­τού­σε τό­τε, έ­νας εύ­στα­λής λο­χί­ας των ευ­ζώ­νων ει­χε μί­α α­ξι­ο­ζή­λευ­τη έμ­πνευ­ση. Θε­ο­σε­βής πο­λύ, έ­ζή­λω­σε τη δό­ξαν της προ­τε­ραι­ό­τη­τος σε ε­να πο­λύ ση­μαν­τι­κό γε­γο­νός. Γνω­ρί­ζων φαί­νε­ται α­πό την πα­ρά­δο­ση τα θρυλ­λού­με­να πε­ρί του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, πα­ρα­κα­λού­σε τον Θε­ό να εύ­δο­κή­ση ό­πως το τάγ­μα του εί­σέλ­θει πρώ­το στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και το εύ­φρό­συ­νο γε­γο­νός να συ­νε­τε­λε­σθεί κα­τά την έ­πέ­τει­ο του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου του πο­λι­ού­χου της πό­λε­ως.Βλέ­ποντας ο ευ­σε­βής εύ­ζω­νας τον πό­θο του να εκ­πλη­ρώ­νε­ται έ­τρε­ξε να εκ­πλή­ρω­σει ε­κεί­νο το ό­ποι­ο έ­τρε­φε ως ό­νει­ρο στην ψυ­χή του. Κα­τά την στιγ­μή που οι άλ­λοι συ­νά­δελ­φοι του πα­ρα­λη­ρού­σαν σαν με­θυ­σμέ­νοι α­πό το κλί­μα που δη­μι­ούρ­γη­σε ο εν­θου­σια­σμός των κα­τοί­κων, ε­κεί­νος κρυ­φά έ­φυ­γε α­πό τη Μο­νά­δα του και τρέ­χει να βρει το να­ό του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Σε λί­γο τα κλει­διά του να­ού ήρ­θαν στα χέ­ρια του και οι βα­ρει­ές θύ­ρες α­νοι­γαν και ά­φη­σαν ε­λεύ­θε­ρη την ει­σο­δο στον πρώ­το αν­τι­πρό­σω­πο του χρι­στι­α­νι­κού ελ­λη­νι­κού έ­θνους.Κά­τω α­πό τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα και τις ε­πευ­φη­μί­ες και τις ζη­τω­κραυ­γες των πα­ρι­στα­μέ­νων Ελ­λή­νων, ο ευ­σε­βής και γεν­ναί­ος λο­χί­ας ει­σερ­χό­ταν με ά­κρα κα­τα­νύ­ξη στον πε­ρι­καλ­λη να­ό που ε­πί πεν­τα­κό­σια έ­τη πε­ρί­με­νε την ί­ε­ρα στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α ο ί­ε­ρός χώ­ρος του θα αι­σθα­νό­ταν το πρώ­το ελ­λη­νι­κό πό­δι να βα­δί­ζει μέ­σα σ’ αυ­τόν. Οι κο­λώ­νες του να­ού έ­τρι­ξαν και οι τριγ­μοί των ε­κεί­νοι ή­σαν οι πρώ­τοι χαι­ρε­τι­σμοί, με τους ο­ποί­ους ύ­πο­δε­χό­ταν τον πρώ­το Έλ­λη­να στρα­τι­ώ­τη. Γο­νυ­πετης ο ευ­σε­βής λο­χί­ας, τρέ­μον­τας α­πό ι­ε­ρή συγ­κί­νη­ση, ψέλ­λι­σε την πρώ­τη δέ­η­ση, έ­κει που πριν λί­γο α­κου­γό­ταν η φω­νή του Χό­τζα που ι­κέ­τευ­ε τον Προ­φή­τη. Και ό­ταν τε­λεί­ω­σε την προ­σευ­χή του, ο ευ­γε­νής αυ­τός στρα­τι­ώ­της της πα­τρί­δος και εί­δε ο­τι ο πό­θο του εκ­πλη­ρώ­θη­κε, βγή­κε α­πό τον να­ό και έ­τρε­ξε μέ­σα στις ε­πευ­φη­μί­ας των Ελ­λή­νων να ε­πα­νέλ­θει στο τάγ­μα του.

Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης,σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη

Το Ιερό Αντιμήνσιο!

Το Ιερό Αντιμήνσιο: αντικαθιστά την Αγία Τράπεζα και χωρίς αυτό Θεία Λειτουργία δεν τελείται. Πάνω στο Αντιμήνσιο με το διπλωμένο και συραμμένο Ειλητό, τοποθετείται το Ιερό Ευαγγέλιο, αντί του Σωτήρος Χριστού.

Στο κέντρο του Αντιμηνσίου ζωγραφίζεται η ταφή του Κυρίου, γιατί η Αγία Τράπεζα συμβολίζει τον Τάφο του Κυρίου. Στις γωνίες του πρέπει να έχει ραμμένα ιερά λείψανα αγίων Μαρτύρων, γιατί αντικαθιστά την εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα που στο εσωτερικό της έχει πάντοτε ενσωματωμένα ιερά λείψανα Μαρτύρων.

Η λέξη Αντιμήνσιο προέρχεται από την ελληνική λέξη αντί και τη λατινική λέξη Μένσα, που σημαίνει Τράπεζα. Όταν για λόγους ποιμαντικούς χρειαζόταν να γίνει Θεία Λειτουργία σε χώρους εκτός των καθαγιασμένων ναών, επινοήθηκε φορητή Αγία Τράπεζα, το Αντιμήνσιο. Αυτό κατασκευαζόταν από ξύλο ή τις περισσότερες φορές από πανί. Υπάρχει πιθανότητα η χρήση του να άρχισε την εποχή της Εικονομαχίας, όταν οι Ορθόδοξοι διώχθηκαν από τους ναούς και δεν είχαν που να λειτουργούνται. Αναγκαστικά την εποχή εκείνη, οι λειτουργίες πραγματοποιούνταν σε σπίτια ή στην ύπαιθρο. Στα χρόνια των Διωγμών, ως Αγία Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το στήθος των Μαρτύρων.

Ο Άγιος Μάρτυς Λουκιανός επρόκειτο να πεθάνει μαρτυρικά για την πίστη του Χριστού. Ήταν ήδη φυλακισμένος. Ναός στη φυλακή δεν υπήρχε, αλλά και ο Μάρτυς δεν μπορούσε να μετακινηθεί, όχι μόνο γιατί ήταν δεμένος με βαριές αλυσίδες, αλλά και γιατί την προηγουμένη ημέρα είχε βασανισθεί σκληρά, για να υπογράψει και να δηλώσει ότι προσκυνά τα είδωλα και αρνείται τον Χριστό. Όπως ήταν, λοιπόν, καταπληγωμένος, ξαπλωμένος κάτω, δεμένος με τις αλυσίδες και επειδή ήταν ιερεύς, τέλεσε ο ίδιος πάνω στο στήθος του, μέσα σε φρικτούς και δυνατούς πόνους, την φρικτότατη Θυσία της Θείας Λειτουργίας, χρησιμοποιώντας τον άρτο και τον οίνο, που του έφεραν κρυφά για τα Τίμια Δώρα εκεί, στη φυλακή. Στη φυλακή όμως δεν ήταν μόνος. Υπήρχαν κι άλλοι χριστιανοί, υποψήφιοι Μάρτυρες κι αυτοί, μελλοθάνατοι για το Χριστό. Όλοι μαζί έκαναν έναν κύκλο γύρο από τον Άγιο Λουκιανό σε σχήμα Ναού, Αγγέλων και Αγίων και κάλυπταν έτσι από πάνω τον Μάρτυρα, για να μην πάρουν είδησή οι ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες και οι δήμιοι «τα τελούμενα» της Θείας Λειτουργίας. Φύλαξαν δηλαδή το μεγάλο Μυστήριο από τα βέβηλα μάτια των ειδωλολατρών. (Καλλινίκου Κ. πρωτ.).

Σας καλούμε να επισκεφθείτε το τμήμα Αντιμήνσιον-Ειλητον στο e-amfia.gr και να δείτε περισσότερες ακόμα προτάσεις.